καθύβρισαν

καθύβρισαν
καθύ̱βρισαν , καθυβρίζω
treat despitefully
aor ind act 3rd pl
καθυβρίζω
treat despitefully
aor ind act 3rd pl (homeric ionic)
καθύ̱βρισαν , καθυβρίζω
treat despitefully
aor ind act 3rd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καθυβρίζω — (AM καθυβρίζω, Α ιων. τ. κατυβρίζω) μεταχειρίζομαι κάποιον με αυθάδεια, με περιφρόνηση, υβριστικά, βρίζω κάποιον με χυδαίες ύβρεις, εξυβρίζω («καθυβρίζουσα καί σε καὶ τὰ σά», Σοφ.) αρχ. υπερηφανεύομαι («αἱ πόλεις, κἄν εὖ τις οἰκῆ ῥαδίως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”